Πολύ σημαντικό μνημείο, όχι μόνο της περιοχής του Δήμου Μαρκοπούλου αλλά και ολόκληρης της Χώρας αποτελεί η Στοά της Βραυρώνας και το Ιερό της Αρτέμιδας χτισμένα στις εκβολές του ποταμού Ερασίνου, δίπλα στη νότια πλευρά, του χαρακτηριστικού σχήματος βραχώδους υψώματος, που ονομάζεται Κομμένο Λιθάρι.
Ο χώρος απέκτησε με το πέρασμα του χρόνου λατρευτικό χαρακτήρα που συνδέθηκε με τη θεά του κυνηγιού αλλά και προστάτιδα των νεογνών και του τοκετού και της λοχείας Άρτεμιδα, όπως μαρτυρούν τα πολυάριθμα αναθήματα που βρέθηκαν στο χώρο που ανασκάφηκε από την Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, υπό τη διεύθυνση του Ιωάννη Παπαδημητρίου, η οποία έφερε στο φως τα αναφερόμενα μνημεία, μαζί με χιλιάδες κινητά ευρήματα γλυπτών, πήλινων ειδωλίων, αγγείων και επιγραφών, που εν συνεχεία αφού διενεργήθηκε κατά τα διαστήματα 1948-1950 και 1955-1963 έχει έκτοτε ανασταλεί.
Υπάρχουν στοιχεία για την ήδη από τα τέλη της νεολιθικής εποχής (4η χιλιετία π.Χ.) έως τα τέλη της μυκηναϊκής εποχής (1300 π.Χ.) κατοίκησης της περιοχής στον λόφο Κομμένο Λιθάρι (βραχώδης λόφος δίπλα στη στοά της Βραυρώνος). Ο οικισμός αυτός ταυτίζεται με την προϊστορική πόλη της Βραυρώνας, η οποία αποτελούσε μία εκ των 12 αττικών προϊστορικών πόλεων του Κέκροπα.
Στους ιστορικούς χρόνους ο ευρύτερος χώρος εξακολουθούσε να κατοικείται και ο κάμπος των Μεσογείων, με καλλιέργειες δημητριακών (σιτάρι, κριθάρι), αμπελιών, ελαιόδεντρων και οπωροφόρων, αποτελούσε ουσιαστικά τον οπορώνα της Αθήνας.
Στο ιερό έφθανε κανείς είτε από το άστυ, και τη ρεματιά του Ερασίνου, είτε από τα παράλια. Επισημαίνεται πως η πομπική οδός από το άστυ στο ιερό της Αρτέμιδος, όπως και άλλοι δρόμοι που συνέδεαν τους δήμους της Αττικής, βρισκόταν σε συνεχή χρήση μέχρι τα νεώτερα χρόνια. (Κακαβογιάννη 2009, 184).
Την ύπαρξη οικιστικού κέντρου στην ευρύτερη περιοχή κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο μαρτυρά η ανέγερση μεγάλης βασιλικής του 6ου αι. μ.Χ., στα δυτικά του ιερού, σε απόσταση περίπου 700 μ. της οποίας τη λειτουργία διαδέχτηκε μικρό παρεκκλήσιο στην ίδια θέση, το οποίο συνιστούσε θρησκευτικό κέντρο της περιοχής από τον 7ο μέχρι τον 15ο αιώνα (ΠΑΕ1951, 53 κε. ΠΑΕ1952, 73 κε. ΠΑΕ1953, 103-4. ΠΑΕ1954, 123 κε. Έργον1954, 1).
Μικρός πιθανά οικισμός υπήρχε κατά τους Φραγκικούς χρόνους στο NΔ άκρο της πεδιάδας, στη θέση όπου σώζεται σήμερα φραγκικός πύργος και κατάλοιπα εγκατάστασης του τοπικού Φράγκου άρχοντα. Από τα τέλη του 14ου αι. έως τον 17ο αι. εδραιώθηκαν σταδιακά Αρβανίτες στα Μεσόγεια (Γκίνη-Τσοφοπούλου 2002, 200).
Η λατρευτική δραστηριότητα στην περιοχή του ιερού ανάγεται σύμφωνα με τις μέχρι σήμερα αρχαιολογικές έρευνες στον 9ο αι π.Χ. (Themelis 1970, 10-1).
Κινητά ευρήματα μαρτυρούν επικέντρωσή της λατρείας από τον 8ο αι. σε φυσική πηγή, που αναβλύζει ακόμη (Μαγδαληνή Βασιλά - Προστασία & Ανάδειξη του Ιερού της Αρτέμιδος στη Βραυρώνα 2015). Μικρά διαμερίσματα, που διαμορφώνονταν μέσα σε φυσικό σπήλαιο στα νοτιοανατολικά, χρησιμοποιούνταν έως τον 5ο αι. (Μαγδαληνή Βασιλά, 2015), ενώ στη θέση όπου αργότερα ανεγέρθηκε ο ναός της Αρτέμιδος υπήρχε κτίσμα του 7ου αι.(Μαγδαληνή Βασιλά, 2015), άγνωστης χρήσης.
Από το 700 π.Χ. σημειώνεται έντονη οικοδομική δραστηριότητα, στοιχείο που συνδέεται με την καταγωγή του Πεισιστράτου, του Μιλτιάδη και του Κίμωνα από τον δήμο των Φιλαϊδών, ενώ από το δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ. έως το 300 π.Χ. το ιερό έφθασε στο απόγειο της ακμής του. Με την ακμή του ιερού συνδέεται και το ιερό του Βραυρωνίου στην Ακρόπολη της Αθήνας, το οποίο ανεγέρθηκε στα μέσα του 6ου αι. και λειτουργούσε ως «παράρτημα» του ιερού της Βραυρώνας.
Τον 6ο αι. ανεγέρθηκε ο παλαιότερος ναός της Αρτέμιδος και ανάλημμα στα βόρεια, ενώ κτηριακές εγκαταστάσεις στα ανατολικά, των ίδιων χρόνων, αποτελούσαν την είσοδο του ιερού (Έργον1961, 21. Έργον1962, 28-31).
Το ιερό επλήγη τον 5ο αι. π.Χ. από κατολίσθηση στην περιοχή του σπηλαίου και από τη θεωρούμενη εισβολή των Περσών (480 π.Χ.), στους οποίους αποδίδεται πιθανώς η καταστροφή του αρχαϊκού ναού (Έργον1961, 33-4. Έργον1962, 28. Scientific American1963, 115).
Στα επόμενα χρόνια κατασκευάστηκε ο νεώτερος ναός, στην ίδια θέση και πιθανότατα σύμφωνα με το ίδιο σχέδιο, δύο κτήρια εκατέρωθεν της σπηλιάς (ΠΑΕ 1949, 83. ΠΑΕ 1950, 175), και λίθινη γέφυρα στα ΒΔ, η οποία εξυπηρετούσε την είσοδο στο ιερό. Στη θέση όπου αργότερα χτίστηκε ο ναός του Αγίου Γεωργίου υπήρχε κτίσμα αρχαϊκής ή κλασικής περιόδου.
Γύρω στο 420 π.Χ ανεγέρθηκε η επιβλητική στοά, στο μαλακό έδαφος μεταξύ του ανδήρου του ναού και του Ερασίνου. Σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό, η στοά θα είχε κάτοψη σχήματος Π ανοιχτού προς νότο, πλαισιώνοντας αυλή διαστάσεων 27.53 μ. στα βόρεια, 25.42 μ. στα δυτικά και 43.29 μ. στα ανατολικά. Τελικά ολοκληρώθηκε το βόρειο σκέλος και τμήμα του δυτικού και του ανατολικού.
Από τις αραιές δωρικές κιονοστοιχίες που θα πλαισίωναν την αυλή, ολοκληρώθηκε η βόρεια και μόλις ένας κίονας σε καθένα από τα άλλα σκέλη. Πίσω από το βόρειο και το δυτικό σκέλος κατασκευάστηκαν εννιά πανομοιότυπα τετράγωνα δωμάτια, πλευράς περίπου 6.10 μ., στο καθένα από τα οποία υπήρχαν 11 κλίνες και 7 τράπεζες, ενώ το δυτικό άκρο της βόρειας πτέρυγας και το νοτιότερο άκρο της δυτικής πτέρυγας συμπληρώθηκαν με δωμάτια που ήταν πιο μικρά.
Η μη περάτωση της στοάς έχει αποδοθεί σε ιστορικούς λόγους, πιθανότατα την οικονομική δυσχέρεια λόγω του Πελοποννησιακού Πολέμου (βλ. Themelis, ό.π. 19), και σε εμφανιζόμενες κατά την ανέγερση βλάβες λόγω καθιζήσεων (Μπούρας, ό.π.26, 167).
Από τον 3ο αι. π.Χ. το ιερό εγκαταλείφθηκε, παρήκμασε και καταστράφηκε. Στους χρόνους μετά την καταστροφή, τα περισσότερα μέλη των κτηρίων διαρπάγησαν για οικοδομική χρήση. Πολλά άλλα στρώθηκαν σε σειρές στη λάσπη, στο χώρο μεταξύ της γέφυρας και του προπύλου της στοάς, προς διευκόλυνση της διόδου των αμαξών και διαρπαγής του οικοδομικού υλικού (Έργον1960, 24. Έργον 1961 27. Μπούρας, ό.π. 169-70).
Το όλο συγκρότημα καθώς και τα πολυάριθμα ευρήματα που μπορεί να δει κανείς σήμερα στον περίγυρο χώρο πλούσιο σε άγρια ζωή λόγω της ιδιαιτερότητας των εκβολών του ποταμού Ερασίνου, αλλά και στο μουσείο που τα φιλοξενεί, μαρτυρούν το πόσο κοντά στη φύση και τα μυστήρια της υπήρξαν οι Αρχαίοι Έλληνες, που κατανόησαν τη σημασία και τη ζωοδότρια δύναμη αυτής, φτάνοντας στο σημείο να την λατρεύουν και να την τιμούν σε κάθε έκφανση της ζωής τους διάγοντας σε τέλεια αρμονία.
Για το www.portorafti.online
Κ. Χριστοδουλάτος
Kommentare