Ο Άγιος Κωνσταντίνος - Κωνσταντίνος Α' (Flavius Valerius Aurelius Constantinus, 27 Φεβρουαρίου - 22 Μαΐου ), γνωστός και ως Μέγας Κωνσταντίνος, ήταν Ρωμαίος Αυτοκράτορας που κυβέρνησε από το 306 έως το 337. Γεννημένος στην περιοχή που σήμερα είναι γνωστή ως Νις (Ниш, στη Σερβία), ήταν γιος του Φλάβιου Βαλέριου Κωνστάντιου, αξιωματικού του ρωμαϊκού στρατού με καταγωγή από την Ιλλυρία. Η μητέρα του, Ελένη, ήταν Ελληνίδα Μικρασιάτισσα, με καταγωγή από την ελληνική πόλη Δρέπανο στη Βιθυνία της Μικράς Ασίας . Ο πατέρας του έγινε Καίσαρας, αναπληρωτής αυτοκράτορα στη Δύση το 293. Ο Κωνσταντίνος στάλθηκε ανατολικά, όπου ανήλθε στην ιεραρχία για να γίνει χιλίαρχος των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού και Γαλέριου.
Το 305 αναρριχήθηκε στο βαθμό του Αυγούστου και ανακλήθηκε δυτικά για να εκστρατεύσει υπό τον πατέρα του στη Βρετανία. Μετά τον θάνατο του πατέρα του,το 306, αναγνωρίστηκε ως Αυτοκράτορας από τον στρατό στο Εβόρακο και αναδείχθηκε νικητής σε μία σειρά εμφυλίων πολέμων εναντίον των αυτοκρατόρων Μαξέντιου και Λικίνιου για να γίνει ο μοναδικός ηγέτης Δύσης και Ανατολής από το 324.
Ως Αυτοκράτορας, ο Κωνσταντίνος θέσπισε πληθώρα διοικητικών, οικονομικών, κοινωνικών και στρατιωτικών μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της αυτοκρατορίας. Αναδιάρθρωσε τις κυβερνητικές αρχές και για την καταπολέμηση του πληθωρισμού εισήγαγε τον σόλιδο, ένα νέο χρυσό νόμισμα που έγινε το πρότυπο για τα βυζαντινά και ευρωπαϊκά νομίσματα για περισσότερα από χίλια χρόνια. Ο ρωμαϊκός στρατός αναδιοργανώθηκε ώστε να αποτελείται από κινητές μονάδες πεζικού και μονάδες φρουρών ικανές να αντιμετωπίσουν εσωτερικές απειλές και εισβολές. Η θητεία του Κωνσταντίνου ως καίσαρα συνοδεύτηκε από επιτυχείς εκστρατείες εναντίον των φυλών στα ρωμαϊκά σύνορα, τους Φράγκους, τους Αλαμάνιους, τους Γότθους και τους Σαρμάτες, ακόμη και από την επαναπροσάρτηση των εδαφών που έχασαν οι προκάτοχοί του κατά την Κρίση του Τρίτου Αιώνα.
Ο Κωνσταντίνος ήταν ο πρώτος Ρωμαίος αυτοκράτορας που μετεστράφηκε στον Χριστιανισμό. Αν και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ως παγανιστής, κατά πολλές πηγές εγκολπώθηκε τη χριστιανική πίστη λίγο πριν τον θάνατό του, βαπτιζόμενος από τον Ευσέβιο της Καισαρείας. Ακόμη, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο Διάταγμα των Μεδιολάνων στα 313, σύμφωνα με το οποίο οι Χριστιανοί και οι πιστοί άλλων θρησκειών είχαν πλήρη ελευθερία να τελούν τις θρησκευτικές τους δοξασίες- παρόλα αυτά καταπίεσε τις άλλες θρησκείες, καταστρέφοντας ναούς μεταξύ άλλων μέτρων που πήρε. Συνεκάλεσε την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο κατά την οποία θεσπίστηκε το Σύμβολο της Πίστεως.
Ο Ναός της Αναστάσεως χτίστηκε με τις εντολές αυτού και της μητέρας του, Αγίας Ελένης στην περιοχή του τάφου του Ιησού στα Ιεροσόλυμα το οποίο παραμένει το ιερότερο μέρος της χριστιανοσύνης. Παράλληλα, η παπική αξίωση για τη διαχρονική εξουσία στον Μεσαίωνα βασιζόταν στην υποτιθέμενη Δωρεά του Κωνσταντίνου (που σήμερα θεωρείται πλαστογραφία). Έχει ανακηρυχθεί Ισαπόστολος και τιμάται ως Άγιος από την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία μαζί με την μητέρα του Αγία Ελένη στις 21 Μαΐου. Έχει ιστορικά αναφερθεί ως ο «Πρώτος Χριστιανός Αυτοκράτορας», και προώθησε έντονα τη χριστιανική πίστη. Παρά ταύτα, η σχέση του με τον Χριστιανισμό παραμένει ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα που επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες.
Η εποχή του Κωνσταντίνου σημάδεψε μια ξεχωριστή εποχή στην ιστορία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Δημιούργησε μία νέα αυτοκρατορική κατοικία στο Βυζάντιο και μετονομάσε την αρχαία αποικία Βυζάντιο σε «Κωνσταντινούπολη» όπου και μεταφέρθηκε η πρωτεύουσα. Η πιο άμεση πολιτική του καινοτομία ήταν ότι αντικατέστησε την Τετραρχία του Διοκλητιανού με την αρχή της αυτοκρατορικής διαδοχής, δίνοντας ως εκ τούτου το δικαίωμα της κληρονομιάς στα τέκνα του. Η μεσαιωνική εκκλησία τον θεώρησε παράγοντα αρετής, ενώ οι κοσμικοί άρχοντες τον επικαλέστηκαν ως σημείο αναφοράς και σύμβολο της αυτοκρατορικής νομιμότητας και ταυτότητας. Αρχίζοντας από την Αναγέννηση, υπήρξαν πιο επικριτικές εκτιμήσεις της βασιλείας του λόγω της ανακαλύψεως των αντικωνσταντινικών πηγών.
Η μητέρα του Ελένη, έζησε από κοντά όλη την πορεία του Κωνσταντίνου (Καίσαρας, Αύγουστος, Αυτοκράτορας) και κάτι ακόμη πιο σημαντικό, το περίφημο όραμα του μεγάλου Κωνσταντίνου το 312 μ.Χ., πριν τη μάχη της Μιλβίας Γέφυρας: το φωτεινό σταυρό με την επιγραφή «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ». Τότε, η Ελένη πρέπει να έλαβε το χριστιανικό βάπτισμα, σε ηλικία 60 περίπου ετών, έπειτα από πολυετή κατήχηση, προετοιμασία και αφοσίωση στα διδάγματα του χριστιανισμού. Αντιμετωπίζεται με πολύ σκεπτικισμό η πληροφορία που μας δίνει ο Ευσέβιος (VC, 3.47), ότι ήταν ο Κωνσταντίνος που οδήγησε την Ελένη στο χριστιανισμό, κυρίως αν λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι ο ίδιος ο Μέγας Κωνσταντίνος, όσο κι αν προστάτεψε το Χριστιανισμό και σταμάτησε τους διωγμούς, ασπάστηκε τη νέα θρησκεία πολύ αργότερα στη ζωή του και βαπτίστηκε χριστιανός λίγο πριν τον θάνατό του.
Στην αυτοκρατορική Αυλή, η Ελένη πρέπει να κατείχε εξέχουσα θέση. Ήδη πριν το 324, ο Μέγας Κωνσταντίνος της είχε απονείμει τον τίτλο της Nobilissma Femina και έκοψε νομίσματα με τη μορφή της. Μετά το 324, και αφού νίκησε τον αντίπαλό του Λικίνιο, την ονόμασε Αυγούστα. Ακόμη, στον Φόρο (Forum, Αγορά) της Κωνσταντινούπολης, ύψωσε τις στήλες «Κωνσταντίνου και Ελένης». Της παραχώρησε το ανάκτορο στο Σεσσόριο του Λατερανού, όπου της έκτισε και έναν ωραίο ναό. Εκεί η Ελένη ζούσε μια διακριτική ζωή, αφιερωμένη σε φιλανθρωπικά έργα και στη διάδοση της χριστιανικής διδασκαλίας. Υπέδειξε μάλιστα στον γιο της να ιδρύσει δημόσια πτωχοκομεία, νοσοκομεία, ορφανοτροφεία (κατά παραχώρηση, θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε το σύγχρονο όρο «κρατική πρόνοια», του οποίου σκαπανέας φαίνεται ότι υπήρξε η Ελένη).
Τη θέση της όμως στην Ιστορία, η Ελένη την οφείλει στο ταξίδι της στην Παλαιστίνη και τις υπόλοιπες ανατολικές επαρχίες της Αυτοκρατορίας. Κατά τη διάρκεια της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου (325 μ.Χ.) πληροφορήθηκε για την κατάσταση που επικρατούσε στους Αγίους Τόπους και προς το τέλος του 326 μ.Χ. αναχώρησε για την Ιερουσαλήμ, με σκοπό να φέρει στο φως τα διάφορα μέρη, στα οποία έζησε και δίδαξε ο Χριστός.
Πηγή: wikipedia contributors
Χρόνια πολλά στους εορτάζοντες!
Comments